- κατάντης
- -ες (Α κατάντης, κάταντες)νεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κατάντητα προς τα κάτω μέρη («τα κατάντη τού ποταμού» — τα μέρη τού ποταμού που βρίσκονται προς τις εκβολές)αρχ.1. κατωφερής, απόκρημνος, επικλινής («το δ' ἄλλο στράτευμα... ἐν τῷ κατάντει ἦν», Ξεν.)2. επιρρεπής («ἕρπει κατάντης ξυμφορὰ πρὸς τἀγαθά», Ευρ.)3. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) κάταντες και κατάντηπρος τα κάτω («εἰ κάταντες, τὸ δ' ἄναντες κινεῑσθαι», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -άντης (< θ. -αντ-εσ- < *αντ-, πρβλ. άντα, άντην, αντί), πρβλ. αν-άντης, εξ-άντης].
Dictionary of Greek. 2013.